ξεθυμ|αίνω <-ανα, -ασμένος> [ksɛθiˈmɛnɔ] VERB αμετάβ
1. ξεθυμαίνω (μυρουδιά, πάθος, έρωτας):
- ξεθυμαίνω
-
3. ξεθυμαίνω (απαλλάσσομαι από το θυμό μου):
- ξεθυμαίνω
-
ξεθυμαίνω ΕΠΊΘ
- ξεθυμασμένος (ξεθυμαίνω)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.