I. μωρ|αίνω <-ανα, -άθηκα> [mɔˈrɛnɔ] VERB μεταβ
- μωραίνω
-
II. μωραίνομαι VERB αυτοπ ρήμα
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.