λιμενικ|ός <-ή, -ό> [limɛniˈkɔs] ΕΠΊΘ
- λιμενικός
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- λίμα
- λιμάζω
- λιμάνι
- λιμάντα
- λιμάρω
- λιμενικός
- λιμενοβραχίονας
- λιμνάζω
- λιμναίος
- λίμνη
- λιμνογράφημα