κεκτημέν|ος <-η, -ο> [cɛktiˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ
1. κεκτημένος (κάτι το υλικό):
- κεκτημένος
-
2. κεκτημένος (κάτι το άυλο):
- κεκτημένος
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.