I. κατ|αλύω <-έλυσα [ή -άλυσα], -αλύθηκα, -αλυμένος> [kataˈliɔ] VERB μεταβ
1. καταλύω (διαλύω):
- καταλύω
-
2. καταλύω (καταργώ):
- καταλύω
-
3. καταλύω ΧΗΜ:
- καταλύω
-
II. κατ|αλύω <-έλυσα [ή -άλυσα], -αλύθηκα, -αλυμένος> [kataˈliɔ] VERB αμετάβ (βρίσκω κατάλυμα)
- καταλύω
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.