καταβολή [katavɔˈli] SUBST θηλ
1. καταβολή (πληρωμή):
- καταβολή
- Zahlung θηλ
2. καταβολή:
- καταβολή προσπαθειών
- Anstrengung θηλ
3. καταβολή (εξασθένιση):
- καταβολή δυνάμεων
- Kräfteverfall αρσ
4. καταβολή:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- καταβολή δυνάμεων
- Kräfteverfall αρσ
- καταβολή προσπαθειών
- Anstrengung θηλ