ηλεκτρονικ|ός <-ή, -ό> [ilɛktrɔniˈkɔs] ΕΠΊΘ
- ηλεκτρονικός
-
- ηλεκτρονικό εμπόριο Η/Υ
-
- ηλεκτρονικός μουσική
-
- ηλεκτρονικό παιχνίδι Η/Υ
- Computerspiel ουδ
- ηλεκτρονικός υπολογιστής
- Computer αρσ
ηλεκτρονικός SUBST
- ηλεκτρονικός (τεχνίτης) αρσ
- Elektroniker αρσ
- ηλεκτρονικός (μηχανικός) αρσ
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.