εχθρεύ|ομαι [ɛxˈθrɛvɔmɛ], εχτρεύ|ομαι [ɛxˈtrɛvɔmɛ] <-τηκα> VERB αποθ ρήμα μεταβ
1. εχθρεύομαι (μισώ):
- εχθρεύομαι
-
2. εχθρεύομαι (αποστρέφομαι):
- εχθρεύομαι
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- εφτάωρος
- εφταώροφος
- έφυγ-
- εχέγγυο
- εχέγγυος
- εχθρεύομαι
- εχθρικός
- εχθροπραξίες
- εχθρός
- εχθρότητα
- έχιδνα