επιπόλαι|ος <-η, -ο> [ɛpiˈpɔlɛɔs] ΕΠΊΘ
1. επιπόλαιος (επιφανειακός, από χαρακτήρα, για τραύμα):
- επιπόλαιος
-
2. επιπόλαιος (ελαφρόμυαλος, ανερμάτιστος):
- επιπόλαιος
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.