ενημερώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ɛnimɛˈrɔnɔ] VERB μεταβ
1. ενημερώνω (δίνω ορισμένες πληροφορίες):
3. ενημερώνω (εκσυγχρονίζω: εγκυκλοπαίδεια κτλ):
- ενημερώνω
-
4. ενημερώνω Η/Υ (πρόγραμμα):
- ενημερώνω
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.