εδαφολογικ|ός <-ή, -ό> [ɛðafɔlɔjiˈkɔs] ΕΠΊΘ
- εδαφολογικός
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- εγωμανία
- εγωπάθεια
- εγωπαθής
- εγωτισμός
- εγωτιστής
- εδαφολογικός
- εδαφολόγος
- εδαφοποίηση
- έδαφος
- εδαφόσφαιρα
- έδειρ-