δικαιούχ|ος (-α) [ðicɛˈux|ɔs, -a] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)
- δικαιούχος (-α)
-
- είμαι δικαιούχος μερίσματος ΟΙΚΟΝ
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.