δεδηλωμέν|ος <-η, -ο> [ðɛðilɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ
- δεδηλωμένος
-
- δεδηλωμένος εχθρός αρσ του καπιταλισμού
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- δεδηλωμένος εχθρός αρσ του καπιταλισμού
Αναζήτηση στο λεξικό
- δαχτυλιά
- δαχτυλιδένιος
- δαχτυλίδι
- δαχτυλικός
- δάχτυλο
- δεδηλωμένος
- δεδομένο
- δεδομένος
- δεδουλευμένα
- δέηση
- ΔΕΘ