βαλβίδα [valˈviða] SUBST θηλ
1. βαλβίδα ΜΗΧΑΝΙΚΉ:
- βαλβίδα
- Ventil ουδ
- βαλβίδα αναρρόφησης
- Ansaugventil ουδ
- βαλβίδα ασετιλίνης
- Acetylenventil ουδ
- ασφαλιστική βαλβίδα
-
- βαλβίδα εισόδου
- Einlassventil ουδ
- βαλβίδα εκκένωσης
- Ablassventil ουδ
- βαλβίδα εκροής
- Abflussventil ουδ
- ένσφαιρη βαλβίδα
- Kugelventil ουδ
- ηλεκτρολυτική βαλβίδα
-
- ρυθμιστική βαλβίδα
- Steuerventil ουδ
2. βαλβίδα (καρδιάς):
- καρδιακή βαλβίδα
- Herzklappe θηλ
- αορτική βαλβίδα
- Aortenklappe θηλ
- μιτροειδής βαλβίδα
- Mitralklappe θηλ
- πνευμονική βαλβίδα
- Pulmonalklappe θηλ
- τριγλώχια βαλβίδα
-
3. βαλβίδα ΑΘΛ (βολών):
- βαλβίδα
- Wurfkreis αρσ
4. βαλβίδα ΑΘΛ (για δρομέα):
- βαλβίδα
- Startlinie θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- βαλβίδα θηλ αναρρόφησης
- Ansaugventil ουδ
- βαλβίδα θηλ ασετιλίνης
- Acetylenventil ουδ
- βαλβίδα ασετιλίνης
- Acetylenventil ουδ
- βαλβίδα εισόδου
- Einlassventil ουδ
- ρυθμιστική βαλβίδα
- Steuerventil ουδ