I. απ|οκόβω <-έκοψα, -οκόπηκα, -οκομμένος> [apɔˈkɔvɔ] VERB μεταβ
1. αποκόβω (αφαιρώ κόβοντας):
- αποκόβω από
-
2. αποκόβω (απογαλακτίζω):
- αποκόβω
-
II. αποκόβομαι VERB αυτοπ ρήμα (από ομάδα ανθρώπων)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.