απασχόλησ|η <-εις> [apasˈxɔlisi] SUBST θηλ
1. απασχόληση (και: εργασία) ΟΙΚΟΝ:
- απασχόληση
- Beschäftigung θηλ
- μερική απασχόληση
-
- πλήρης απασχόληση (εργαζομένου)
-
- δευτερεύουσα/δεύτερη/συμπληρωματική απασχόληση
-
- δευτερεύουσα/δεύτερη/συμπληρωματική απασχόληση
- Nebentätigkeit θηλ
- ευκαιριακή απασχόληση
-
- κύρια απασχόληση
-
- λαθραία απασχόληση
- Schwarzarbeit θηλ
- ως δευτερεύουσα/συμπληρωματική απασχόληση
-
- χωρίς απασχόληση
-
- διάρκεια θηλ της απασχόλησης
-
- διάρθρωση θηλ της απασχόλησης ΟΙΚΟΝ
-
- είδος ουδ απασχόλησης
-
- είδος ουδ απασχόλησης
-
- ευρωπαϊκή στρατηγική θηλ για την απασχόληση EE
-
- τομέας αρσ απασχόλησης
-
2. απασχόληση (περισπασμός):
- απασχόληση
- Ablenkung θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- μερική απασχόληση
- πλήρης απασχόληση (εργαζομένου)
- ευκαιριακή απασχόληση
- κύρια απασχόληση
- λαθραία απασχόληση
- Schwarzarbeit θηλ