ανεκτίμητ|ος <-η, -ο> [anɛkˈtimitɔs] ΕΠΊΘ
ανεκτέλεστ|ος <-η, -ο> [anɛkˈtɛlɛstɔs] ΕΠΊΘ
1. ανεκτέλεστος (διαταγή, σχέδιο):
2. ανεκτέλεστος (που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί):
3. ανεκτέλεστος (μουσική):
ανεκτικότητα [anɛktiˈkɔtita] SUBST θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.