αδιαβροχοποιημέν|ος <-η, -ο> [aðiavrɔxɔpiiˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ (ύφασμα, δέρμα)
- αδιαβροχοποιημέν|ος
-
αδιαφοροποίητ|ος <-η, -ο> [aðiafɔrɔˈpiitɔs] ΕΠΊΘ
αδιάβροχο [aðiˈavrɔxɔ] SUBST ουδ
-
- Regenmantel αρσ
αδιάβροχ|ος <-η, -ο> [aðiˈavrɔxɔs] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Αναζήτηση στο λεξικό
- Άδης
- αδηφαγία
- αδηφάγος
- αδιάβαστος
- αδιαβατικός
- αδιαβροχοποιημέν
- αδιαβροχοποιημένος
- αδιάβροχος
- αδιάζευκτος
- αδιαθεσία
- αδιάθετος