άσχετ|ος <-η, -ο> [ˈasçɛtɔs] ΕΠΊΘ
1. άσχετος (χωρίς σημασία: παρατηρήσεις, στοιχεία):
- άσχετος
-
2. άσχετος (χωρίς σχέση):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.