καινοζωικ|ός <-ή, -ό> [cɛnɔzɔiˈkɔs] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- Καινοζωικός Αιώνας
- Känozoikum ουδ
Αναζήτηση στο λεξικό
- καθώς
- καθωσπρέπει
- και
- Καιάδας
- καΐκι
- καινοζωικός
- καινός
- καινοτομία
- καινοτόμος
- καινοτομώ
- καινούργιος