währschaft [ˈvɛːɐʃaft] ΕΠΊΘ CH
1. währschaft (Material, Ware) s. gediegen
2. währschaft (Geschäftsmann, Essen) s. tüchtig
I. tüchtig [ˈtʏçtɪç] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.