sympathisch [zʏmˈpaːtɪʃ] ΕΠΊΘ
1. sympathisch (nett, angenehm):
- sympathisch
-
2. sympathisch:
- sympathisch ΒΙΟΛ, ΙΑΤΡ
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.