schlottrig ΕΠΊΘ
schlottrig s. schlott(e)rig
schlott(e)rig [ˈʃlɔt(ə)rɪç] ΕΠΊΘ
1. schlott(e)rig (Greis):
2. schlott(e)rig (Sachen):
schlott(e)rig [ˈʃlɔt(ə)rɪç] ΕΠΊΘ
1. schlott(e)rig (Greis):
2. schlott(e)rig (Sachen):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.