- ρίχνω κ-ν
- jem. umstimmen
- εξαίρω, έξηρα, εξήρθην; απαρέμφ. εξάρει, εξάρθηκα
- jem. loben, etw. betonen, hervorheben
- ρίχνω σε κ-ν
- jem. den Vogel zeigen, abschätzige Gebärde machen
- ρίχνω σκόμη στα μάτια κ-ου
- jem. Sand in die Augen streuen
- σκάντζα (βάρδια), σκαντζάρω
- Wachablösung, jem. bei der Wache ablösen
- μπαφιάζω (αμετβ. κ. μετβ.)
- sich/jem. erschöpfen, ermüden (κουράζω κν., εξαντλούμαι)
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.