ihretwillen [ˈiːrətˈvɪlən] ΕΠΊΡΡ
I. ihretwegen [ˈiːrətˈveːgən] ΕΠΊΡΡ SUBST ενικ
Ihretwillen ΕΠΊΡΡ
Ihretwegen ΕΠΊΡΡ
1. Ihretwegen (für Sie):
2. Ihretwegen (wegen Ihnen):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
