I. geschliffen [gəˈʃlɪfən]
geschliffen part πρκ von schleifen
II. geschliffen [gəˈʃlɪfən] ΕΠΊΘ (Ausdrucksweise)
I. schleifen1 [ˈʃlaɪfən] VERB μεταβ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.