gamm(e)lig [ˈgam(ə)lɪç] ΕΠΊΘ οικ
1. gamm(e)lig (Nahrungsmittel):
2. gamm(e)lig (Kleidung):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Αναζήτηση στο λεξικό
- galoppieren
- galt
- galvanisch
- galvanisieren
- Galvanometer
- gammlig gammelig
- Gämse
- gang
- Gangart
- gangbar
- Gängelband