eklig [ˈeːklɪç] ΕΠΊΘ
eklig s. ek(e)lig
ekelhaft, ek(e)lig [ˈeːk(ə)lɪç] ΕΠΊΘ
ekelhaft, ek(e)lig [ˈeːk(ə)lɪç] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.