Staatsmann <-(e)s, -männer> SUBST αρσ
Staatsbürger(in) <-s, -> SUBST αρσ(θηλ)
- Staatsbürger(in)
- υπήκοος mf
- Staatsbürger(in)
- πολίτης mf
Staatschef(in) <-s, -s> SUBST αρσ(θηλ)
- Staatschef(in)
-
Staatsbesuch <-(e)s, -e> SUBST αρσ
staatsbürgerlich ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.