Schizophrene(r) <-n, -n> SUBST mf ΨΥΧ
-
- σχιζοφρενής mf
schizophren [ʃitsoˈfreːn] ΕΠΊΘ ΨΥΧ μτφ
1. schizophren (Mensch):
2. schizophren (Verhalten, Situation):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- Schippe
- schippen
- Schirm
- Schirmherr
- Schirmherrschaft
- Schizophrene Schizophrener
- Schizophrenie
- schlabbern
- Schlacht
- schlachten
- Schlachtenbummler