Körperverletzung <-, -en> SUBST θηλ ΝΟΜ
-  fahrlässige Körperverletzung
-  
-  gefährliche Körperverletzung
-  
-  Körperverletzung mit Todesfolge
-  
-  Körperverletzung mit Todesfolge
-  
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
