heilig [ˈhaɪlɪç] ΕΠΊΘ
1. heilig ΘΡΗΣΚ:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- heil
- Heiland
- Heilanstalt
- Heilbad
- heilbar
- Heilige Heiliger
- heiligen
- Heiligenbild
- Heiligenschein
- Heiligkeit
- heiligsprechen