Erwerbsfähigkeit <-> SUBST θηλ ενικ
- Erwerbsfähigkeit ΟΙΚΟΝ, ΝΟΜ
-
- eingeschränkte/verminderte Erwerbsfähigkeit
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.