Blüte <-, -n> [ˈblyːtə] SUBST θηλ
1. Blüte (Pflanzenteil):
- Blüte
- άνθος ουδ
2. Blüte (das Blühen):
3. Blüte μτφ (Höhepunkt):
4. Blüte (Stilblüte):
- Blüte μτφ ειρων
- μαργαριτάρι ουδ
5. Blüte οικ (gefälschte Banknote):
- Blüte
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.