Betroffenheit <-> SUBST θηλ ενικ
1. Betroffenheit (Gefühl):
- Betroffenheit
- συγκλονισμός αρσ
2. Betroffenheit ΝΟΜ:
- unmittelbare und individuelle Betroffenheit
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- unmittelbare und individuelle Betroffenheit