Beglaubigung <-, -en> SUBST θηλ
1. Beglaubigung (eines Sachverhalts):
- Beglaubigung
- πιστοποίηση θηλ
2. Beglaubigung ΝΟΜ (einer Urkunde):
3. Beglaubigung (einer Übersetzung):
- Beglaubigung
- βεβαίωση θηλ
4. Beglaubigung (Akkreditierung):
- Beglaubigung
- διαπίστευση θηλ
5. Beglaubigung (Beglaubigungsschreiben):
- Beglaubigung
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- amtliche/notarielle Beglaubigung