I. verstohlen [fɛɐˈʃtoːlən] ΕΠΊΘ
II. verstohlen [fɛɐˈʃtoːlən] ΕΠΊΡΡ
- verstohlen sich umblicken, lächeln
-
- verstohlen winken, zeigen
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.