I. vegetativ [vegetaˈtiːf] ΕΠΊΘ
2. vegetativ ΙΑΤΡ:
- das vegetative Nervensystem
-
II. vegetativ [vegetaˈtiːf] ΕΠΊΡΡ
1. vegetativ ΒΙΟΛ:
- vegetativ sich vermehren
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- vegetative Dystonie
- das vegetative Nervensystem
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- Vatikanstadt
- V-Ausschnitt
- VEB
- vegan
- Veganer
- vegetative
- vegetieren
- vehement
- Vehemenz
- Vehikel
- Veilchen