I. physikalisch [fyziˈkaːlɪʃ] ΕΠΊΘ
1. physikalisch:
2. physikalisch ΙΑΤΡ:
- physikalische Therapie
- physiothérapie θηλ
II. physikalisch [fyziˈkaːlɪʃ] ΕΠΊΡΡ
1. physikalisch ΦΥΣ:
2. physikalisch ΙΑΤΡ:
- physikalisch behandeln
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- physikalische Therapie
- physiothérapie θηλ