phantasievoll
phantasievoll → fantasievoll
I. fantasievoll ΕΠΊΘ
- fantasievoll Person
-
- fantasievoll Darstellung
-
II. fantasievoll ΕΠΊΡΡ
- fantasievoll gestalten
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.