liederlich [ˈliːdɐlɪç] ΕΠΊΘ μειωτ
1. liederlich (unordentlich):
- liederlich Mensch
-
- liederlich Arbeit
-
2. liederlich μειωτ (unmoralisch):
- liederlich Mensch
-
- liederlich Lebenswandel
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.