I. feinnervig [-nɛrfɪç] ΕΠΊΘ
- feinnervig Mensch, Künstler
-
II. feinnervig [-nɛrfɪç] ΕΠΊΡΡ
- feinnervig darstellen, interpretieren
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.