I. durchschnittlich [ˈdʊrçʃnɪtlɪç] ΕΠΊΘ
II. durchschnittlich [ˈdʊrçʃnɪtlɪç] ΕΠΊΡΡ
1. durchschnittlich (im Durchschnitt):
2. durchschnittlich (mäßig):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.