I. abschätzig [ˈapʃɛtsɪç] ΕΠΊΘ
- abschätzig Bemerkung, Äußerung
-
- abschätzig Blick
-
II. abschätzig [ˈapʃɛtsɪç] ΕΠΊΡΡ
- abschätzig betrachten
-
- abschätzig sich äußern
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.