Schiffahrtsstraßeπαλαιότ
Schiffahrtsstraße → Schifffahrtsstraße
SchifffahrtsstraßeΜΟ ΟΥΣ θηλ τυπικ, SchifffahrtswegΜΟ ΟΥΣ αρσ
1. Schifffahrtsweg (Route):
2. Schifffahrtsweg (Wasserstraße):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.