Gastronom(in) <-en, -en> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- Gastronom(in)
-
gastronomisch [gastroˈnoːmɪʃ] ΕΠΊΘ
Gastronomie <-, -n> [gastronoˈmiː] ΟΥΣ θηλ
1. Gastronomie τυπικ (Branche):
2. Gastronomie τυπικ (Kochkunst):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.