betr.
betr. συντομογραφία: betreffend, betreffs
betreffs ΠΡΌΘ +Gen τυπικ
betreffend ΕΠΊΘ προσδιορ
1. betreffend (besagt):
2. betreffend (zuständig):
3. betreffend (bezüglich):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.