στο λεξικό PONS
ka·pi·tal [kapiˈta:l] ΕΠΊΘ
Bock2 <-s, -> [bɔk] ΟΥΣ ουδ
Bock → Bockbier
Bock1 <-[e]s, Böcke> [bɔk, πλ ˈbœkə] ΟΥΣ αρσ
1. Bock ΖΩΟΛ:
2. Bock οικ:
ιδιωτισμοί:
Ka·pi·tal <-s, -e [o. -ien]> [kapiˈta:l, πλ -li̯ən] ΟΥΣ ουδ
1. Kapital kein πλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ (Geldvermögen):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
stimmberechtigtes Kapital phrase ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- Stilmerkmal
- Stilmöbel
- stilprägend
- stilvoll
- Stilvorlage
- stimmberechtigtes Kapital
- Stimmberechtigte Stimmberechtigter
- Stimmbeteiligung
- Stimmbezirk
- Stimmbildner
- Stimmbildung