στο λεξικό PONS
 
  
 I. im·por·tiert ΡΉΜΑ
importiert μετ παρακειμ und 3. pers ενικ von importieren
II. im·por·tiert ΕΠΊΘ ΟΙΚΟΝ, ΕΜΠΌΡ
-  importiert Güter
-  
im·por·tie·ren* [ɪmpɔrˈti:rən] ΡΉΜΑ μεταβ
-  etw importieren
-  
im·por·tie·ren* [ɪmpɔrˈti:rən] ΡΉΜΑ μεταβ
-  etw importieren
-  
 
  
 Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
-  
-  importiert
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
