

Coif·feur <-s, -e> [ko̯aˈfø:ɐ̯] ΟΥΣ αρσ
1. Coiffeur CH (Friseur):
- Coiffeur
-
2. Coiffeur (Friseurladen):
- Coiffeur
-


- coiffeur
- Coiffeur (Coiffeuse) αρσ (θηλ) <-, -s> CH
-
- Coiffeur(Coiffeuse) αρσ (θηλ) <-, -s> CH
-
- Coiffeur (Coiffeuse) αρσ (θηλ) <-, -s> CH
-
- Coiffeur αρσ <-, -s> CH
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.